- ἀλυσμός
- ἀλυσμόςanguishmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλυσμός — ο και άλυσις έως, η (Α ἀλυσμός) (ιδιαίτερα για ασθενείς) στενοχώρια, δυσφορία, ανησυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλυσμώδης] … Dictionary of Greek
ἀλυσμοί — ἀλυσμός anguish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλυσμῷ — ἀλυσμός anguish masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλυσμόν — ἀλυσμός anguish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλυσις — ἄλυσις ( εως), η (Α) [ἀλύω] βλ. αλυσμός … Dictionary of Greek
αλυσμώδης — ἀλυσμώδης, ες (Α) [ἀλυσμός] ανήσυχος, ταραγμένος … Dictionary of Greek
αλυχή — ἀλυχή, η (Α) «αλυσμός», αδημονία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συγγενής ετυμολογικά με το ρήμα ἀλύω* «είμαι ταραγμένος»] … Dictionary of Greek
αλύκη — Βλ. λ. αλάτι. * * * ἀλύκη, η (Α) [ἀλύω] ο αλυσμός* … Dictionary of Greek
αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… … Dictionary of Greek